- μονότοκος
- μονότοκος, -ον (Α)φρ. «μονότοκος κούρη» — μοναχοκόρη.[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + -τοκος (< τόκος < τίκτω). Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μονοτόκος — ο (Α μονοτόκος, ιων. τ. μουνοτόκος, ον) 1. αυτός που γεννά κάθε φορά ένα μόνο τέκνο 2. αυτός που έχει ένα μόνο παιδί, μονότεκνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + τόκος(< τίκτω). Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ.] … Dictionary of Greek
μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… … Dictionary of Greek
μονοτοκώ — (Α μονοτοκῶ, έω) [μονοτόκος] γεννώ ένα μόνο τέκνο σε κάθε τοκετό, είμαι μονοτόκος αρχ. έχω ένα μόνο παιδί, είμαι μονότεκνος … Dictionary of Greek
μονοτοκία — η (Α μονοτοκία) η [μονοτόκος] η γέννηση ενός μόνο τέκνου σε κάθε τοκετό … Dictionary of Greek